εξανθράκωση

εξανθράκωση
[-ις (-εως)] η
1) обезуглероживание; 2) коксование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εξανθράκωση" в других словарях:

  • εξανθράκωση — Η κατεργασία απομάκρυνσης του άνθρακα από ένα μεταλλικό προϊόν που βρίσκεται σε κατάσταση στερεή ή σε μορφή τήγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ε. σε στερεή κατάσταση είναι η βιομηχανική παρασκευή του ευήλατου ευρωπαϊκού χυτοσιδήρου, ενώ ε. σε… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • εξανθρακωτήρας — ο [εξανθρακώνω] (τεχν.) συσκευή που χρησιμεύει στην εξανθράκωση κατά κύριο λόγο τών ξύλων …   Dictionary of Greek

  • εξανθρακωτικός — ή, ό [εξανθρακώνω] αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην εξανθράκωση …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • διαγένεση — Όρος της γεωλογίας ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των φυσικοχημικών και μηχανικών φαινομένων που μετατρέπουν τα ασύνδετα ιζήματα σε πραγματικά πετρώματα, τροποποιώντας τη δομή, τον ιστό ή ακόμα τη χημική τους σύσταση. Μετά τη διάβρωση πετρωμάτων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»